- συνεπούλωσις
- -ώσεως, ἡ, Α [συνεπουλοῡμαι](για έλκος) πλήρης επούλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπουλώσεως — συνεπουλώσεω̆ς , συνεπούλωσις scarring quite over fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)